“Τη θυμάμαι σαν τώρα, στη δίκη μου.
«Είναι αθώος», έλεγε και ξανάλεγε μέσα στην ταραχή της.
«Μα, ομολόγησε», της έλεγαν όλοι.
[…]
Για την Άννα ήμουν αθώος. Ήμουν το παιδί που δεν έπαιξε σωστά με το παιχνίδι που του έδωσαν.
Έτσι είναι η αγάπη. Αδιαπραγμάτευτη.
Αγαπάς πάνω απ’ όλα. Εκεί που οι άλλοι πισωπατούν εσύ ρίχνεσαι στον γκρεμό. Εκεί που οι άλλοι εγκαταλείπουν το κυριευμένο κάστρο γλιστρώντας σαν φίδια στις μυστικές εξόδους για να χαθούν, εσύ ανεβαίνεις στις επάλξεις και συνεχίζεις να πολεμάς.
Η Άννα δεν έβλεπε το μαχαίρι στον κομματιασμένο λαιμό της Ιουλίας. Έβλεπε το χέρι μου που έτρεμε από απόγνωση.
Έβλεπε το αίμα που έβαφε τα χέρια μου κι έτρεχε, σαν μάνα, με το μαντιλάκι της να με σκουπίσει, να καθαρίσει την ενοχή μου.
[…]
Αποφεύγω να την κοιτάξω στα μάτια από αδυναμία. Αδυνατώ να αντέξω να μ’ αγαπούν έτσι. Χωρίς όρους. Βαθιά. Αληθινά. Μητρικά.
Κι αναρωτιέμαι… έπρεπε να διαπράξω το ύψιστο των αμαρτημάτων για να βρεθεί άνθρωπος να μ’ αγαπήσει έτσι;
[…]
Πάνω εκεί, στο σημάδι της πληγής, ξεφορτώνει την άγκυρά της η μοίρα. Αδιαφορώντας, αν αντέχεις ν’ αγαπιέσαι τώρα, τώρα που δεν υπάρχεις πια για σένα.”
Μαρία Διδάχου, Τελευταία Ανάσα
Εκδόσεις Πικραμένος – Ιούνιος 2020