Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης (1930-1999) – Μικρό ανθολόγιο ποιημάτων
Σου άρεσε; Αν θέλεις μπορείς να το κοινοποιήσεις χρησιμοποιώντας τα παρακάτω κουμπιά:FacebookTwitterEmailGoogle+

Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης (1930-1999) – Μικρό ανθολόγιο ποιημάτων

Το καλοκαίρι που πέρασε, είχα τη μεγάλη τύχη να “συναντήσω” τον ποιητή και ηθοποιό, Χρήστο Ε. Κατσιγιάννη, σε μία μικρή ανοικτή βιβλιοθήκη που λειτουργούσε σε στάση λεωφορείου σε ένα χωριό της Σύρου. Διαβάζοντας τα ποιήματα του αισθάνθηκα θαυμασμό, ένα παράξενο δέσιμο μαζί του και μεγάλη έκπληξη που δεν είχα ακούσει για εκείνον μέχρι τότε. Επιπλέον, εντυπωσιάστηκα από τον αριθμό των ποιημάτων του που “συνομιλούν” με μοιράσματα δικά μου και φίλων του διαδικτύου που διαβάζω καθημερινά. Μαγικές “συνομιλίες” οι οποίες αποδεικνύουν τη διαχρονικότητα των σκέψεων που ταλανίζουν όσους γράφουν, ακυρώνοντας τον Χρόνο και τον Χώρο.

Μοιράζομαι εδώ κάποια από τα ποιήματα του αν και ήταν δύσκολο να επιλέξω. Εύχομαι ολόψυχα κάποιος εκδοτικός οίκος να αναλάβει την επανέκδοση μέρους ή όλων των ποιημάτων του για να τον γνωρίσουν και άλλοι όπως τον γνώρισα εγώ. Μετά το μικρό ανθολόγιο, παραθέτω κάποια βιογραφικά στοιχεία και κάποιες κρίσεις για τα “Επιτρεπόμενα” του (Α’ – Β’) από τους Τάκη Βαρβιτσιώτη, Νικηφόρο Βρεττάκο, Τάσο Λειβαδίτη, Τ.Κ. Παπατσώνη, Νίκο Παππά, Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλο, Διδώ Σωτηρίου.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Γεννήθηκα από πρόσφυγες γονιούς
σ’ ένα συνοικισμό
στο Βύρωνα
στα χίλια εννιακόσια τριάντα.
Όλα τ’ αζώηστα ετούτα χρόνια μου
τα έζησ’ από τότες στην Αθήνα.
Σπούδασα στο Σχολείο του Πουθενά
κι εργάστηκα στο Μαγαζί του Τίποτα.
Είπα πολλές φορές
το Ναι.
Δεν είπα όσες έπρεπε
το Όχι.
Έγραψα στίχους πάνω σε ντουβάρια
και κάτι λίγους πάνω σε χαρτιά.
Τύπωσα και κυκλοφόρησα
τ’ αχνάρια απ’ τις πατούσες μου
στην άκρια της στεγνής άμμου
προτού να φτάσει ως εδώ
η ωραία πλημμυρίδα
του Αύριο.
Και
βέβαια
πέθανα πριν να γεννηθώ
αφού κάθε φορά αρνιόμουνα
για των πολλών τα δίκια να πεθάνω.


ΚΑΠΟΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Είναι και κάποιοι στίχοι
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να εκφράζονται
που δεν κατάφεραν ποτέ
να μάθουν να μιλούν σωστά
τη γλώσσα του ποιητή τους
ώστε να γίνουν ποίημα.

Και απομένουν στεναγμοί.


ΚΑΘΩΣ ΠΟΥ ΕΦΑΝΗΣ

Καθώς που εφάνης χτες πρωί
ομπρός στην πόρτα της Ζωής
κι έκλαψες, γιε μου, παρευθύς
το Κλάμα, ως λεν, της Ζήσης
σκέφτηκα κι είπα μια στιγμή:

– «Να που γεννιόμαστε σοφοί


ΜΕ ΧΩΜΑ

Με χώμα, το λοιπόν.
Μας έκανε με χώμα.
Όμως δίχως νερό;
Που πάει να πει
μας έκανε με λάσπη.
Μ’ αν είναι έτσι όπως τα λες
τώρα εξηγούνται όλα!


ΑΙΝΙΓΜΑ

Ζει μ’ εξημερωμένα πια κατοικίδια ζώα
όμως αυτός δεν έχει εξημερωθεί ακόμα


ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ανάμεσα στις γραμμές
των στίχων του ποιητή
βρίσκονται κι οι λευκές αράδες.
Πότε βαθιά φαράγγια
και πότε θεόρατα βουνά
άγνωστα στων πολλών τα μάτια.


ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΕΥΘΥΝΗΣ

Εγώ γιατί ν’ ανησυχώ
Εσύ γιατί ν’ ανησυχείς;

Σαν φτάσει κάποτε η στιγμή
που όλη η Γη θ’ αφανιστεί
ο τελευταίος άνθρωπος
για όλους και όλα ας ντραπεί!


ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

Πόσους και πόσους
δε ρώταγα ολοζωής
– Πάω καλά αποδώ, πατριώτη;
Και όλοι τους μου έλεγαν
– Ναι, ναι καλά πηγαίνεις!
Κανείς τους δε με ρώτησε
– Πού θες να πας παιδί μου;


ΣΥΜΒΟΥΛΗ

Όχι, παιδί μου, αυτήν.
Όχι, την Ποίηση, όχι!
Παντρέψου όποιαν άλλη.


ΤΟ ΣΚΑΜΝΙ

Ολοζωής
δε γύρευε άλλο
παρά μονάχα ένα σκαμνί.
Ν’ ανέβει εκεί
να μας μιλήσει
να πει αυτά που ‘χε να πει.
Τώρα που το ‘χει το σκαμνί
στον όποιο λάχει το νοικιάζει
και τον παλιό του εαυτό θυμάται και σαρκάζει


Ο ΘΑΝΑΣΗΣ

Και που λες, αυτά ο Θανάσης
που ελαφρύ το χώμα να ‘χει.
Ώστε πέθανε και πάει
κι ο καημένος ο Θανάσης!

Ό,τι πεις κι ό,τι να κάνεις
κι η δικιά μας ώρα θά ρθει.
Ο Θεός ίδιος μπακάλης
ό,τι γράφει δεν ξεγράφει!

Στου καθένα το λυχνάρι
μετρημένο ειν’ το λαδάκι.
Βρε το δόλιο το Θανάση
τι του έμελλε να πάθει!

Φεύγει ο ένας, άλλος φτάνει
κι η ζωή πιο πέρα πάει!
Ώστε πέθανε ο Θανάσης.
Μα ο Θανάσης, ποιός Θανάσης;


ΣΥΝΑΞΗ ΠΟΙΗΤΩΝ

Σ’ αυτή την πένθιμη γιορτή
δε θα πρεπε να ‘χα βρεθεί
ούτε για μια μόνο στιγμή
ακόμα και σαν θεατής.

Ήμαστ’ εκεί τόσοι πολλοί
τόσοι τυφλοί, τόσοι κουφοί
τόσοι κουτοί, τόσοι τρελοί
κι όλοι μας τόσο μοναχοί!

Θέση αδειανή που να βρεθεί
θλιμμένη εσύ και σκεφτική
– Ποίηση αφέντρα Σεβαστή –
ανάμεσα μας να σταθείς
να μας θρηνήσεις σιωπηλή


ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ

Αν βρίσκονται οι κάκτοι και υπάρχουν
είναι γιατί φορούν κατάσαρκα
τ’ αγκάθια που φυλάγουν τα κορμιά τους.


ΠΟΛΥΚΟΣΜΙΑ

Θα τον πετάξω τον καθρέφτη αυτό.
Κάθε φορά που εμπρός του θα περάσω
νομίζω τον εαυτό μου κάποιον άλλο.
Και την πολυκοσμία δεν τη μπορώ!


ΤΑ ΣΚΙΑΧΤΡΑ

Σκέψου!
Ακόμα κι αυτά τα ψεύτικα
– από άχυρα φτιαγμένα και πανιά –
τ’ανθρώπινα ομοιώματά μας
τρομάζουνε και διώχνουν τα πουλιά.


ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΣ

Ολημερίς χαϊδεύουμε τις φτερούγες του
κι ολονυχτίς χαϊδολογάμε την ουρά του


ΣΥΝΕΙΡΜΟΣ

Κάθε φορά που αλλάζω πουκάμισο
πάει το μυαλό μου στ’άλλα φίδια


Η ΠΟΡΤΑ

Αυτά τα τέσσερα ντουβάρια
τά ‘φκιασες, μάστορα, πολύ γερά.
Αυτά τα δυο μου παραθύρια
το ίδιο τά ‘φκιασες καλά κι αυτά.
Όμως γιατί έβαλες στη μέση
αυτή την πόρτα να με τυραννά;
Ξέρεις τι είναι να ‘χεις πόρτα
χωρίς ελπίδα να σου τη χτυπάν;


ΜΝΗΜΗ

Το πρώτο πιάτο
απ’το φαΐ της μάνας μου
ήτανε πάντα για τον ξένο.


ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

Δεν ξέρω
αν με θυμάσαι πια.
Για να σε βοηθήσω
είμαι: εσύ!


ΣΤΙΣ ΠΡΟΚΥΜΑΙΕΣ

Χρόνια και χρόνια τώρα
κάθομαι με τις ώρες και κοιτώ
όλους αυτούς που στέκονται
στις προκυμαίες των λιμανιών
κι αφήνονται να βλέπουνε
– ετσι νομίζουνε οι ίδιοι –
το γαλανό νερό της θάλασσας
τις βάρκες, τα καΐκια, τα καράβια.
Μα μήτε βλέπουν το νερό
μήτε τα πλεούμενά του.
Βλέπουν ναυάγια των καιρών
τους πόθους και τα όνειρά τους.


ΟΡΙΣΜΟΣ

Ποιητές: άμισθοι φύλακες
σε αποξεχασμένους φάρους
που εκπέμπουν νύχτια σήματα
γι’ ανθρώπους, ίσως, ανύπαρκτους.

Κάποιοι απ’ αυτούς τους ποιητές
εισπράττουν «μνήμην αιωνίαν»
καθυστερημένους μισθούς
καθώς κι επίδομα ερημίας


ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Αθώες κι απονήρευτες
πλαγιάζουνε αποβραδίς
στα καθαρά κρεβάτια τους
ωραίες αγνές παιδούλες.

Τσιμπλιάρες και θεόκουφες
σηκώνονται τ’ άλλο πρωί
– πορνόγριες, στα χάλια τους! –
σ’άλλους αφέντες δούλες


Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ

– Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
– Είμ’ ακριβώς σαρανταδυό.
– Σαν λίγα δε μ’ ομολογάς;
– Μωρ’, τ’ αγοράζεις και ρωτάς;
– Θαρρώ δε μου τα λες καλά.
– Τόσα έχω ζήσει στα σωστά.
– Άσπρα σου γίναν τα μαλλιά.
– Δεν είναι άσπρα, είναι σταχτιά.
– Είναι τα μούτρα σου ζαρά.
– Είν’ απ’ τα γλέντια τα πολλά.
– Τα κόκαλά σου ‘ναι σκεβρά.
– Απ’ τους χορούς κι απ’ τα πιοτά.
– Πόσο χρονώ είσαι Μιχαλιό;
– Είμ’ ακριβώς σαρανταδυό!
Εξόν…
τα εικοσιδυό που δε μετρώ
Άι-Στράτη, Ανάφη, Κορυδαλλό.
Δεν τα ‘ζησα και τα ξεχνώ.


ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Μοναξιά είναι
κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπά
να ξέρεις ότι κάποιος άγνωστος
σχημάτισε τον αριθμό σου κατά λάθος

Μοναξιά είναι
να μην έχεις κανέναν άλλο να μιλάς
παρά μια γλάστρα στο παράθυρο
με κάποια ξεραμένη από καιρό βιγόνια

Μοναξιά είναι
κάθε χρονιά τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς
να γράφεις στίχους επιτάφιους
για όσα χρόνια φύγανε μα κι όσα χρόνια θα ‘ρθουν.

Μοναξιά είναι
σαν έρχεται κάθε φορά η Πασχαλιά
αδάκρυτος δυο κόκκινα αυγά
μονάχος σου το’ να με τ’ άλλο να τσουγκρίζεις


ΕΞΟΔΙΟ

Και μια που φτάσαμε στο τέλος
– τ’ήθελες τώρα και ρωτάς; –
θα σου απαντήσω με ειλικρίνεια:
δεν το κατάλαβα το έργο.


ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο ηθοποιός και ποιητής Χρήστος Ε. Κατσιγιάννης, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930 και φοίτησε στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, τη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης.
Εμφανίστηκε στο Θέατρο το 1954, υπηρετώντας το, μέχρι το 1973. Παράλληλα δίδαξε υποκριτική, ορθοφωνία και αυτοσχεδιασμό στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στην Ανωτέρα Σχολή Θεάτρου και Κινηματογράφου και στην πρότυπη Σχολή Θεάτρου – Κινηματογράφου – Τηλεόρασης.
Από το 1973 αφοσιώθηκε στην ποίηση, τυπώνοντας 24 συνολικά βιβλία, εκ των οποίων τα 16 είναι ποιητικές συλλογές. Κατά καιρούς διετέλεσε μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών, του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», του ΠΕΝ-Κλαμπ Ποιήσεως, του Ελληνικού Κέντρου της Διεθνούς Εταιρείας Κριτικών Λογοτεχνίας κ.ά.
Από το 1994 αυτοδιαγράφηκε από σωματεία και συλλόγους και εγκαταστάθηκε στο Παλαιό Ναύπλιο, όπου έγραψε πολλά βιβλία, με αισθαντικότητα και στοχασμό προσωπικό. Έφυγε απ’ τη ζωή στις 10 Μαΐου 1999 το μεσημέρι, στο σπίτι του στο Ναύπλιο, όπου και διέμενε τα τελευταία χρόνια, αποτραβηγμένος από τα κοινά.
Πάνος Λιαλιάτσης, «Από τη Ναυπλιακή ποίηση», Ναυπλιακά Ανάλεκτα IV (2000).


ΜΕΡΙΚΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ «ΤΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΑ» Α’- Β’

«Σας συγχαίρω για τους στίχους σας, που απηχούν έντονα το δράμα της εποχής μας και περικλείνουν τόση ανθρωπιά!»
Τάκης Βαρβιτσιώτης

«Έχετε τη χάρη της ανθρώπινης ευαισθησίας, διαθέτετε το σωστό βλέμμα και εκφράζεστε εύστοχα»
Νικηφόρος Βρεττάκος

«Η ποίηση του απαλλαγμένη από κάθε ψυχολογική περιπλοκή, είναι αυτό που θα λέγαμε, ποίηση λαϊκή, με την καλύτερη έννοια του όρου. Όχι λαϊκίστικη που αποβλέπει στο γραφικό περίγραμμα, στο ελληνίζον σχέδιο κλπ. αλλά βγαλμένη από μιαν αντρίκια ελληνική καρδιά. Όλα δοσμένα με απλότητα και την κατάνυξη ενός λαϊκού τεχνίτη…»
Τάσος Λειβαδίτης

«Είχατε κι έχετε να πείτε πολλά. Και όσα είπατε φροντίσατε να μην περισσεύουν πουθενά, να “λένε” σε πολλά επίπεδα. Τιμώ τον λόγο σας και την ουσία του λόγου σας»
Τ. Κ. Παπατσώνης

«Γεμάτος οργή ποιητική, αλλά κι επίγνωση του περιττού και του σπουδαίου, έρχεται με μια έντονη παρουσία να δώσει το παρόν του. Είναι ένας πληθωρικός, άτρομος και αληθινός ποιητής που μπορεί να προωθεί την ποίηση, πέρα από την Ελιοτική και Αιγαιοπελαγήτικη γραφικότητα: ως τα σπλάχνα του ανθρώπου!»
Νίκος Παππάς

«Στα έργα σας που είχα έως τώρα τη μεγάλη χαρά να διαβάσω, ξεχώρισα το τραγικό και τρυφερό μαζί στοιχείο, την δονούμενη ανησυχία, και ένα πικρά ειρωνικό, αλλά και γεμάτο συμπόνια χαμόγελο, που διατρέχει τις σελίδες σας.»
Μιχάλης Δ. Στασινόπουλος

«Ήπια στο ποτήρι την ποίηση σου και ευφράνθηκα. Είσαι ένας γνήσιος τροβαδούρος, που στέκεις στα “ντουρσέκια” της πατρίδας και γύρω σου μαζεύονται και μαγεύονται με το λόγο σου οι άνθρωποι. Αισθήματα, λογισμοί, λέξεις, παιχνιδίσματα, σαρκασμοί, όλα αδρά, λαγαρά, χώνονται στην καρδιά και στο νου. Τίποτα φτιαχτό, τίποτα κίβδηλο. Να ζεις και να μας τραγουδάς»
Διδώ Σωτηρίου


Όποιος θέλει μπορεί να ακολουθήσει τη σελίδα που διατηρούν τα παιδιά του, Βαγγέλης και Λύτα στο Facebook: https://el-gr.facebook.com/ChristosKatsiyiannis/

Σου άρεσε; Αν θέλεις μπορείς να το κοινοποιήσεις χρησιμοποιώντας τα παρακάτω κουμπιά:FacebookTwitterEmailGoogle+
Θέλεις κάτι να σχολιάσεις;

error: Το περιεχόμενο προστατεύεται. Διαβάστε τους Όρους Χρήσης της Ιστοσελίδας