Μη μιλάς. Εσύ γέρασες. Την έζησες τη ζωή σου.
Μη μιλάς. Εσύ είσαι μικρός ακόμα. Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου.
Μη μιλάς. Εσύ δουλεύεις.
Μη μιλάς. Εσύ τουλάχιστον έχεις ελεύθερο χρόνο.
Μη μιλάς. Εσύ δεν έχεις την ευθύνη κάποιου άλλου πέρα από τον εαυτό σου.
Μη μιλάς. Εσύ τουλάχιστον έχεις ένα παιδί να ομορφαίνει τη ζωή σου.
Μη μιλάς. Εσύ δεν είσαι επιστήμονας.
Μη μιλάς. Εσύ είσαι επιστήμονας. Δεν έχεις χρόνο. Στην 1η γραμμή τρέχα.
Μη μιλάς…
Και δε μιλάς. Δε μιλάω. Δε μιλάμε.
Κι αυτό το “αχ”, το “γαμώτο”, το “γιατί”, δεν το λέμε.
Μέσα μας. Φυλακισμένο.
Μόνο όταν κάπου κάπου σέρνει τις αλυσίδες του και το ακούμε,
αν κάποιος λίγο πιο προσεκτικά μας κοιτάξει θα το δεί:
Σε μια απότομη αλλαγή πλευρού τη νύχτα.
Σε μία κοφτή ανάσα.
Σε μία ξαφνική διάσπαση προσοχής.
Σε έναν αναστεναγμό.
Σε μία ανεπαίσθητη σύσπαση του προσώπου ενώ ήρεμα μιλάμε.
Σε μία υπερβολικά υψωμένη φωνή.
Αυτό το “αχ”, το “γαμώτο”, το “γιατί”.
Μέσα μας. Κλειδωμένο.
Σε καραντίνα.
Να νιώθουμε ότι κάποιος συμπάσχει.
Να νιώθουμε ότι κάποιος τιμωρείται.
Άλλωστε ευθύνη του ατομική είναι,
που δεν αντιστάθηκε.
Μη μιλάς
(κείμενο: Μπαγουλή Καλλιόπη, φωτογραφία: Kristina Flour)